-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
ANAPHE — insula sponte in mari enata. Plin. l. 2. c. 87. Amm. Marcellin. quoque: Emerserunt, inquit, Delos, et Hiera, et Anaphe et Rhodus. Sic dicta ab Argonautis, quia tempestate laborantibus intermestris Luna ex insperato illis apparuit. Apollonius… … Hofmann J. Lexicon universale
ίσκω — (I) ἴσκω (Α) επιγρ. (διαφ. τ. επαναλ. ενεστ. τού εἶμι) πορεύομαι. (II) ἴσκω (Α) 1. κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω («φωνὴν ἴσκουσ ἀλόχοισιν» εξοιμοιώνοντας τη φωνή της με τη φωνή τών συζύγων, Ομ. Οδ.) 2. νομίζω κάποιον όμοιο με κάποιον,… … Dictionary of Greek
χέλισκον — τὸ, Α τρυβλίον*, πιατέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + κατάλ. ίσκον, ουδ. τού ίσκος*] … Dictionary of Greek